- ἀγαθόν < ἄγειν < ἄγω: άγημα, αγωγή, αγωγός, αγώνας, άξονας, απαγωγή, αρχηγός, δημαγωγός, διαγωγή, παραγωγός, προσαγωγός, νηπιαγωγός, συναγωγή, παραγωγός, εισαγωγή, εισαγωγέας, εξαγωγή, εξαγωγέας, εξαγώγιμος, στρατηγός, λοχαγός, ξεναγός, άμαξα, παρείσακτος, πλοηγός, χορηγός, σύναξη, υδραγωγείο
- ἀλήθεια < ἀληθής < ἀ- στερητικό + λήθη (< λανθάνω, βλ. λέξη): αληθινός, αληθοφάνεια, αληθοφανής, επαλήθευση, φιλαλήθεια, φιλαλήθης
- ἀμήχανον < ἀ- στερητικό + μηχανή < μῆχος (τό): μηχανή, μηχάνημα, μηχανικός, μηχανισμός, αμήχανος, πολυμήχανος, μηχανοκίνητος, μηχανόβιος, μηχανογράφηση, μηχανοργάνωση, μηχανοδηγός, μηχανολόγος, μηχανοστάσιο, βιομηχανία, βιομήχανος, βιομηχανοποίηση
- ἀμφιεννὺς < ἀμφιέννυμι < ἀμφὶ + ἔννυμι/ἐννύω: άμφιο, αμφίεση, μεταμφίεση, ιμάτιο, ιματιοθήκη
- ἀναγκαίων < ἀνάγκη: αναγκαίος, αναγκαστικός, εξαναγκασμός, καταναγκασμός, καταναγκαστικός
- ἀναίμοις < στερητικό ἀ- + αἷμα: αιμοδότης, αιμοδοσία, αναίμακτος, αφαίμαξη, αιμομιξία, αιμομίκτης, αιμοσταγής, αιμοπετάλιο
- ἀναλισκομένοις, καταναλώσας < κατὰ + ἀναλίσκω ή ἀναλόω (-ῶ): καταναλωτής, (κατ-)ανάλωση, παρανάλωμα, καταναλωτικός, υπερκατανάλωση
- ἄνθρωποι, ἀνθρώπων < ἄνω + θρώσκω (= βλέπω) ή ἀνήρ (ἀνδρ-) + ὠπός (ὤψ = όψη, θωριά, μάτι): ανθρώπινος, ανθρωπόμορφος,
Κατηγορίες